γυμνασίαρχος

γυμνασίαρχος
Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το αξίωμα αυτό, διαδεδομένο σε όλες τις πόλεις του αρχαίου κόσμου, ασκούσε μεγάλη επιρροή. Οι επόπτες των νέων, γνωστοί με το όνομα σωφρονιστές,βοηθούσαν τον άρχοντα στο έργο του. Στην Αθήνα ορίζονταν δέκα γ. και δέκα σωφρονιστές, ένας δηλαδή από κάθε φυλή. Η γυμνασιαρχία απαιτούσε πολλές δαπάνες από την πλευρά του άρχοντα και περιλαμβανόταν στις δημόσιες λειτουργίες, όπως η τριηραχία και η χορηγία. Σε κάθε γυμνάσιο οριζόταν ένας γ. ως επόπτης και πάνω από αυτούς ένας άλλος ως γενικός επιτηρητής όλων των γυμνασίων και των παλαιστρών. Ο γ. φορούσε κόκκινο ένδυμα, άσπρα παπούτσια, τα λεγόμενα φαικάσια,και κρατούσε στο χέρι τη γυμνασιαρχική ράβδο. Επιτηρούσε την τάξη στο γυμνάσιο και είχε δικαίωμα να απομακρύνει από εκεί όποιο άτομο εκδήλωνε ανάρμοστη συμπεριφορά. Στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ο γ. ανέλαβε την επιμέλεια των λαμπαδηδρομιών, εξασκώντας τους δρομείς και καταβάλλοντας τα έξοδα για τη συντήρησή τους. Ακόμη περισσότερο επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητές του στα τέλη του 4ου αι., μετά τη θέσπιση του θεσμού της εφηβείας, ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους το αξίωμα απέκτησε μεγάλη αίγλη, σε σημείο να κοσμούν με αυτό τον τίτλο τους στρατηγοί και αυτοκράτορες. Στις διάφορες ελληνικές πόλεις ο γ. έγινε αρχηγός και επόπτης του ένοπλου σώματος των εφήβων, ενώ στην Ήλιδα, στις γιορτές προς τιμήν του Αιτωλού, ήταν το εκτελεστικό όργανο των θυσιών. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες, ότι στην Κυρήνη το αξίωμα του γ. απονεμόταν και σε γυναίκες.
* * *
ο (Α γυμνασίαρχος)
επόπτης τών αγώνων
αρχ.
1. αιρετός άρχοντας στην Αθήνα
2. επιστάτης του γυμνασίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάσιον + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυμνασίαρχος — gymnasiarch masc nom sg γυμνασιάρχης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαρχος — ο αυτός που επιβλέπει για τη σωστή εφαρμογή των κανονισμών στη διάρκεια των αγώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνασιάρχου — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιάρχους — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc acc pl γυμνασιάρχης masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιάρχων — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen pl γυμνασιάρχης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιάρχῳ — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc dat sg γυμνασιάρχης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαρχοι — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc nom/voc pl γυμνασιάρχης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαρχον — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc acc sg γυμνασιάρχης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλογυμνασίαρχος — μελλογυμνασίαρχος, ὁ (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει γυμνασίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γυμνασίαρχος] …   Dictionary of Greek

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”